χαλβατζής
Смотреть что такое "χαλβατζής" в других словарях:
χαλβατζής — ο, Ν χαλβαδοποιός. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. helva ci < helva (βλ. λ. χαλβάς) + κατάλ. ci (βλ. λ. τζής)] … Dictionary of Greek
χαλβατζής — ο χαλβαδοποιός, ο κατασκευαστής χαλβά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-τζής — κατάλ. αρσ. ουσ. τής Νέας Ελληνικής η οποία προέρχεται από την τουρκ. κατάλ. ci και απαντά αρχικά σε ον. που έχουν εισαχθεί από την Τουρκική (πρβλ. καβγα τζής < τουρκ. kanga ci, χαλβα τζής < τουρκ. helva ci), στη συνέχεια, όμως, εξελίχθηκε… … Dictionary of Greek
χαλβατζήδικο — το, Ν χαλβαδοποιείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλβατζήδ ες, πληθ. τού χαλβατζής + κατάλ. ικο (πρβλ. σουβλατζήδ ικο)] … Dictionary of Greek
χαλβαδοποιός — ο ο κατασκευαστής χαλβά, ο χαλβατζής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)