χαλβατζής

χαλβατζής

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "χαλβατζής" в других словарях:

  • χαλβατζής — ο, Ν χαλβαδοποιός. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. helva ci < helva (βλ. λ. χαλβάς) + κατάλ. ci (βλ. λ. τζής)] …   Dictionary of Greek

  • χαλβατζής — ο χαλβαδοποιός, ο κατασκευαστής χαλβά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -τζής — κατάλ. αρσ. ουσ. τής Νέας Ελληνικής η οποία προέρχεται από την τουρκ. κατάλ. ci και απαντά αρχικά σε ον. που έχουν εισαχθεί από την Τουρκική (πρβλ. καβγα τζής < τουρκ. kanga ci, χαλβα τζής < τουρκ. helva ci), στη συνέχεια, όμως, εξελίχθηκε… …   Dictionary of Greek

  • χαλβατζήδικο — το, Ν χαλβαδοποιείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλβατζήδ ες, πληθ. τού χαλβατζής + κατάλ. ικο (πρβλ. σουβλατζήδ ικο)] …   Dictionary of Greek

  • χαλβαδοποιός — ο ο κατασκευαστής χαλβά, ο χαλβατζής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»